- πυκνόστικτος
- πυκνό-στικτος, ον,A thick-spotted, dappled,
ἔλαφοι S.OC1092
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔλαφοι S.OC1092
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυκνόστικτος — ον, Α αυτός που έχει πυκνά στίγματα («πυκνόστικτοι ἔλαφοι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στικτός (< στίζω «στιγματίζω»), πρβλ. ποικιλό στικτος] … Dictionary of Greek
πυκνοστίκτων — πυκνόστικτος thick spotted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek